Η Ποιητική καταβολή του κόσμου και οι
καταραμένοι
ποιητές
Ανάμεσα στους
παράνομους και παρίες
της κοινωνίας
✍Η ποίηση σίγουρα δεν χωράει σε ορισμούς και καλούπια, δεν μπορεί να ενσωματωθεί ως μία εκ των τεχνών που αποτελούν το εύσχημο μόρφωμα της κοινωνίας και να την φέρουμε στα μέτρα των κάθε λογής κριτικών και των συντηρητικών ερμηνειών τους.
Πάντοτε αποτελούσε μία ιερή συνθήκη ανάμεσα σε αυτήν και τον ποιητή που ο τελευταίος ως θεράποντάς της, πλήρωνε, τις περισσότερες φορές και με την ίδια του την ζωή, το υψηλό αυτό τίμημα, ενώ η ενσωμάτωσή του στις κοινωνικές νόρμες ήταν πάντοτε αδύνατη και εκ προοιμίου ατελέσφορη.
Έτσι οι ποιητές οπλισμένοι με μια δύναμη που δεν
χωράει σε συμβατικότητες και συνήθως έξω από την συνηθισμένη ζωή που διάγουν οι
άνθρωποι, ζουν και εμπνέονται από μια βαθιά δική τους ενσυναίσθηση, από μια
μαγική ισχύ που πολλές φορές τους ξεπερνάει, οπλισμένοι με το πύρινο ταλέντο
τους, χαρίζουν στον άνθρωπο την εικόνα ενός άλλου κόσμου εντός αυτού του
κόσμου, την όψη ενός θαυμαστού ιδεώδους που μόνο όσοι αφήσουν την προσκόλλησή
τους στο κυρίαρχο ρεύμα θα μπορέσουν να λάβουν.
Είναι τεράστια η δύναμη της ποίησης όταν αγκαλιάζεται απόλυτα από την συνείδηση του αναγνώστη, όταν αφήνεται να παρασυρθεί από τους απόκρυφους ανέμους της, όταν δεν τρομάζει μπροστά στα πρωτόγνωρα και ακατάληπτα εν πολλοίς τοπία της, η ποίηση δεν θέλει ανάγνωση, θέλει συντονισμό μαζί της μέσω της συνήχησης με τους πρωτόγονους, με την ουσιαστική σημασία της λέξης, κραδασμούς της.
Στην πορεία των αιώνων ως κοινωνίες με τις αρραγείς
δομές και την εξελικτική τους διαδρομή, συνηθίσαμε να φτιάχνουμε πορτραίτα των
ποιητών, να εντρυφούμε στα πολυεπίπεδα έργα τους, αλλά ποτέ δεν συμπόρευσε ο
κόσμος αυτός με το παρόν των ποιητών, οι ποιητές σε κάθε εποχή και σε κάθε
τόπο στον καιρό τους ήταν οι παρείσακτοι και οι παρίες, ήταν οι παραβάτες και
οι εκτροπείς του φορμαλισμού του κόσμου, δεν συμβάδιζαν και δεν ακολουθούσαν
τα της εποχής τους, έτσι οι μελλοντικές γενιές ήταν αυτές που συνήθως
καταπιάνονταν με την εμφάνιση του έργου τους στον κόσμο, έφερναν στο φως της
μέρας την δική τους αστροφώτιστη νύχτα για να γεμίσει και με άλλα όνειρα ο
κόσμος, για να φανερωθούν νέα τοπία στα ανεξιχνίαστα μονοπάτια των πεπρωμένων
των ανθρώπων.
Καταραμένοι Ποιητές, ένας κόσμος άφατου πόνου
και ολικής έκστασης…
“Προσευχηθείτε γι' αυτούς”…
Είθισται ο όρος Καταραμένοι Ποιητές να αποτελεί στις
φιλολογικές δέλτους ακόμα μία καταχώρηση, ανάμεσα στις άλλες, που προσπαθεί να
εγκιβωτίσει σε έναν ορισμό την ποίηση και την ζωή εκτός των ορίων, έτσι όπως
την βίωσαν και την μεταποίησαν σε οριακή δημιουργία ποιητές που δεν
συνυπέγραψαν και δεν συμμορφώθηκαν με καμία κοινωνική συνθήκη, κανένας τόπος
των ανθρώπων δεν έγινε μέρος τους.
Ούτε χωρικά ούτε χρονικά μπορούμε να εντοπίσουμε μια
κοινή συνισταμένη για να ανακαλύψουμε τα ίχνη των καταραμένων ποιητών,
βρίσκονται παντού και πάντοτε όπως ποτέ και πουθενά, αποτελούν την μαγιά μιας
γης που ακόμα βρίσκεται στην προπτωτική της περίοδο, αλλά και την τροχιά μιας
γης που βρίσκεται σε μία διαρκή πτώση, σε ένα διαρκές και ιλιγγιώδες
τρεμόσβημα.
Εκ προοιμίου η ταραχώδης ζωή, το άγγιγμα του
ανέφικτου, η μυστική ζύμωση της εμπειρίας με το όραμα, η περιπλάνηση εκτός των
οριοθετημένων συντεταγμένων της πραγματικότητας, η ανοίκεια έλξη με την
καταστροφή, το εκτροχιαστικό σμίλεμα υλικών ξένων προς την ερμηνεία, η συνεχής
πλεύση με όλους τους ανέμους στο άγνωστο, αποτελούν τα εκ των ων ουκ άνευ συστατικά
μιας καταραμένης τέχνης σε μια καταραμένη ζωή, μιας καταραμένης πραγματικότητας
σε ένα ευλογημένο όνειρο.
Αναφορά λοιπόν σε κάτι άπιαστο όπως και η πρωινή
ομίχλη στην αυγή μιας καλοκαιρινής ημέρας καθώς η διάθλαση των αχτίδων του
φωτός αντικατοπτρίζεται στην επιφάνεια ενός ποτηριού γεμισμένου με αψέντι, όπως
τις μορφές που δημιουργεί ο καπνός του χασίς στην παραισθησιακή ατμόσφαιρα του
σούρουπου.
«Απόλυτοι από την άποψη της φαντασίας, απόλυτοι στην
έκφραση, απόλυτοι όπως οι αδρές αχτίδες των πιο δοξασμένων αιώνων.
Αλλά καταραμένοι! Σκεφτείτε το.» αναφέρει ο Πωλ Βερλαίν στο έργο του «Καταραμένοι Ποιητές».
Ο Κάρολος Μπωντλαίρ έζησε στο συνεχές τρικύμισμα των παθών του, η ποίησή του ατενίζει ένα φωτεινό πεπρωμένο, λίμνες και θάλασσες εξαίσιες, ακτές μαγευτικές και ιλιγγιώδεις πόντοι, ζάλη και παραίσθηση, ένας έκπτωτος πρίγκηπας στον κόσμο των κολασμένων, μεθυσμένος με την γλυκιά νιότη, εξαρτημένος από το αψέντι και το χασίς, από το όραμα και το μυστικό φως.
Έζησε ανάγοντας την μελαγχολία (spleen) στο ιδανικό της πραγματικότητας, ένας περιφρονητής των αξιών των μικροαστών, η ποίησή του συντέλεσε στο να καθιερωθεί ως ο εκφραστής μιας νεωτερικότητας που αψηφούσε υπεροπτικά κάθε παλιά σύμβαση, οτιδήποτε ανάγονταν σε ένα παρελθόν φορμαλισμού και λογοτεχνικών κανόνων.
(«…από την ύπαρξη του «πεζού ποιήματος» που οφείλει
την καθιέρωσή του στον Baudelaire, είδους που συγκαταλέγεται στην λυρική
ποίηση» (Γιώργος Βελούδης, Γραμματολογία, Θεωρία Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Πατάκη).
Μανιώδης συλλέκτης εξαιρετικών στιγμών, μπολιάζει το
κακό με τα πιο σπάνια άνθη για να μας πλημμυρίσει με το άρωμά τους εκδίδοντας
την ποιητική συλλογή «Τα Άνθη του Κακού» και ο ίδιος για να διωχθεί και να
καταδικαστεί κρίνοντας η κοινωνία της εποχής του προσβλητικά και βλάσφημα τα
ποιήματά του.
«Στον τίτλο του πρώτου κύκλου ποιημάτων στα Άνθη του
Κακού, “Spleen et idéal”, η παλαιότερη δάνεια λέξη της γαλλικής γλώσσας συναντά
την πλέον πρόσφατη. Για τον Μπωντλαίρ δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των δύο
εννοιών. Αναγνωρίζει στη μελαγχολία (spleen) την τελευταία μεταμόρφωση του
ιδανικού (idéal) – το ιδανικό τού φαίνεται η πρώτη έκφραση της
μελαγχολίας.» Walter Benjamin
«Μ’ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δε σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά' μα ξένος μες στον κόσμο
αυτόν που γύρω του χουγιάζει, σκοντάφτει απ’ τα γιγάντια του φτερά σαν
περπατά». (Κάρολος Μπωντλαίρ, Άλμπατρος, Τα Άνθη του Κακού).
Χάνεται στους τεχνητούς παράδεισους, μεθάει με
φαντασία και όνειρο, με όπιο και αψέντι, με χασίς και κρασί, αλήτης,
διάγει ζωή άστατη, εξανεμίζεται η περιουσία του και προσβάλλεται από σύφιλη.
«Βαθιές χαρές του κρασιού, ποιος δεν σας έχει
γνωρίσει; Όποιος θέλησε να καταπραΰνει μια τύψη, να ξεθάψει μια ανάμνηση, να
πνίξει μια θλίψη, να πλάσει μια χίμαιρα, όλοι επιτέλους σε έχουν επικαλεσθεί,
μυστηριώδη θεέ, κρυμμένε στις ίνες του κλήματος. Τι μεγάλα που είναι τα θεάματα
του κρασιού καθώς φωτίζονται από τον εσωτερικό ήλιο. Πόσο αληθινή και καυτή
είναι αυτή η δεύτερη νεότητα που ο άνθρωπος αντλεί από μέσα του!...» (Σαρλ
Μπωντλαίρ, Τεχνητοί Παράδεισοι).
Θα πεθάνει στην αγκαλιά της μητέρας του που συμπύκνωνε
η παρουσία της δίπλα του, εκείνες τις τελευταίες ώρες του περάσματος, όλες τις
γυναίκες που τραγούδησε γι΄ αυτές, το αρχέτυπο της γυναίκας που είναι η
παντοτινή μούσα που στέφει με την αιώνια δάφνη της το ζαλισμένο από την
μεθυστική τροχιά των λέξεων, μέτωπο του ποιητή.
Αιώνιο σημείο αναφοράς στην καταραμένη τέχνη, στους ποιητές του καταραμένου και στους διαφθορείς του οικείου και του συνηθισμένου είναι ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο ποιητής που πήρε το πιο βίαιο διαζύγιο με την λογοτεχνία στην ιστορία της τέχνης, ο ενορατικός, μυστικός και εκστατικός Ρεμπώ τελειοποίησε όσο κανείς άλλος το μεθυστικό τραγούδι μιας ζωής χωρίς κανένα πεπερασμένο νόημα, πρωταρχική πηγή μιας απύθμενης έμπνευσης, έγραψε ποίηση έξω από τον χώρο και τον χρόνο των ανθρώπων, συνεχίζοντας να ζει πάντα στο μεθυστικό κατώφλι της οριακής πραγματικότητας.
Ο Ρεμπώ θα επηρεάσει εκατοντάδες ποιητές και καλλιτέχνες και θα αποτελέσει έμβλημα ανυπακοής στην ροκ μουσική. Εδώ η Πάτι Σμιθ στον ταφώ του Ρεμπώ. |
Αριστουργήματα που σπαθίζουν σαν κοφτερές λεπίδες την κοινωνία της βαρετής πλήξης της εποχής του, αλχημικές μεταστοιχειώσεις συντελούνται ανάμεσα στις λέξεις του, («…οι απαρχαιωμένοι ποιητικοί τρόποι είχαν μεγάλο μερίδιο στην αλχημεία του λόγου μου…» (Arthur Rimbaud Μια Εποχή στην Κόλαση), οι σελίδες του παρασυρόμενες ατέρμονα από τους ατίθασους ανέμους της παραφοράς και της έξαψης.
Θα κηρύξει με μια αδίστακτη επιμέλεια την οριστική
αποχώρηση από τον κόσμο, θα γίνει ο καθοδηγητής μας στην κόλαση, βλέπει οράματα
και συνδιαλέγεται με πνεύματα, ζει εκστατικά μέσα στην παραφορά του πάθους και της
σμίλεψης του απόλυτου, χωρίς κανένα δεσμό με τον κόσμο θα γράψει όπως ποτέ δεν
είχε γίνει πριν από αυτόν, ο Ρεμπώ το αιώνιο παιδί που τα βήματά του χαράζουν
την ανεξίτηλη πορεία στην αιωνιότητα.
Στην παιδική του ηλικία θα ξεχωρίσει για την εκλεκτή
του ιδιοφυία, «…Νά τη πάλι εδώ η κωλοανατροφή των παιδικών μου χρόνων. Και
λοιπόν!... Θα κλείσω τα είκοσι, όπως τα κλέινουν και οι άλλοι… Όχι, όχι. Τούτη
την ώρα ξεσηκώνομαι ενάντια στον θάνατο!...» (Μια Εποχή στην
Κόλαση).
Αποσπά βραβεία και επαίνους και θα μυηθεί στα
υψηλότερα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος, μελετά και διαβάζει και
παράλληλα νιώθει το ξεχωριστό του πεπρωμένο, αρχίζει να γράφει και να
δραπετεύει, να δραπετεύει συνεχώς και από παντού.
«…Τι κι αν ανάβουν τα φώτα καθώς βραδιάζει στις
πολιτείες. Εγώ γυρίζω σελίδα, εγκαταλείπω την Ευρώπη. Ο θαλασσινός αέρας θα
κάψει τα πνευμόνια μου· στα εξωτικά κλίματα θα σκληραγωγηθώ. Θα κολυμπώ, θα
μασουλάω χορτάρι, θα κυνηγώ, και πάνω απ’ όλα θα καπνίζω· θα πίνω δυνατά ποτά
σαν καυτά μέταλλο, όπως έπιναν γύρω από την φωτιά οι καλοί μας πρόγονοι.
Θα γυρίσω μαυρισμένος, με ατσαλένιο κορμί, μάτι που
γυαλίζει: μ΄ αυτή τη μεταμφίεση θα νομίζουν πως κρατώ από καλή γενιά. Θα
αποκτήσω χρυσάφι: θα ζω μες την τεμπελιά και την αποκτήνωση. Οι γυναίκες φροντίζουν
τους σκληρούς άντρες που γυρίζουν τσακισμένοι από τα τροπικά
κλίματα…» (Μια Εποχή στην Κόλαση).
Φυγάς αιώνιος, φυγάς από την στοργική αγάπη της
μητέρας του, από τον αφοσιωμένο πάνω του Βερλαίν, από την Ευρώπη και την
αυτοκρατορία της, από τον κόσμο, από τον χρόνο και τους αναπόδραστους κύκλους
του, φυγάς από την λογοτεχνία, ο αιώνιος πλάνητας, ο τυχοδιώκτης μυστικιστής
και ο ρομαντικός αναρχικός.
Μία λεπτομερής αναφορά του Ρεμπώ για το Ογκαντέν
δημοσιεύτηκε αργότερα από τη Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία, αποτελώντας την
πρώτη αξιόπιστη περιγραφή της, αλλά και το δεύτερο έργο που εξέδωσε ο ίδιος,
μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση.
Θα κάνει συμφωνίες για εμπόριο όπλων και η αποστολή
στη Σόα θα αποδειχθεί εξαιρετικά επικερδής. Θα παραμείνει στο Κάιρο
αναρρώνοντας από τις κακουχίες…
Στην Αβησσυνία θα αναδειχθεί σε κορυφαίο έμπορο της περιοχής, θα εγκαταλείψει το Χαράρ, θα εισαχθεί στο νοσοκομείο του Άντεν, κατόπιν της Μασσαλίας όπου και θα υποστεί ακρωτηριασμό και στις 10 Νοεμβρίου 1891 θα περάσει οριστικά τις πύλες της απώτατης διάστασης, θα εξαργυρώσει το άπειρο που τον έζησε με ένα θάνατο στιγμιαίο, για να συνεχίσει την αιώνια του πορεία ανάμεσα στις συμπαντικές σελίδες της ποίησης, χαρίζοντας ως άλλος Όμηρος απλόχερα την ακοίμητη έμπνευση του απείρου.
Στον τάφο του αναγράφεται Priez pur lui, Προσευχηθείτε για αυτόν…
«Για κοίτα! Το ρολόι της ζωής σταμάτησε πριν από λίγο.
Δεν βρίσκομαι πια στον κόσμο. -Η θεολογία είναι ακριβής, σίγουρα η κόλαση είναι
κάτω – και ο ουρανός πάνω. – Έκσταση, εφιάλτης, ύπνος σε μια γέενα του πυρός…
Θα αποκαλύψω όλα τα μυστήρια, θρησκευτικά ή φυσικά, θάνατος γέννηση, μέλλον,
παρελθόν, κοσμογονία, ανυπαρξία. Είμαι άσος στα μαγικά. Ακούστε!... Ξέρω όλα τα
κόλπα! – Σίγουρα βρισκόμαστε έξω από τον κόσμο. Κανένας ήχος πια. Χάθηκε η αφή
μου…Πεθαίνω από αηδία. Ο τάφος, κι εγώ βορά των σκουληκιών, η φρίκη της
φρίκης!... Α! επιστρέφω στην ζωή!...» (Arthur Rimbaud, Μια Εποχή στην
Κόλαση).
Οι καταραμένοι ποιητές, οι απόκληροι και οι παρείσακτοι, οι μανιασμένοι με την ζωή και οι παθιασμένοι με την τέχνη, οι επαναστάτες, οι δολοφόνοι και οι βομβιστές, οι ανυπότακτοι, όλοι τους αηδιασμένοι με την κατεστημένη τάξη, με την εποχή τους, με κάθε εποχή των ανθρώπων σε οποιοδήποτε γεωγραφικό μήκος και πλάτος, «οπουδήποτε, αρκεί να είναι έξω από τον κόσμο» όπως θα αναφωνούσε και ο Μπωντλαίρ, όλοι συντονισμένοι σε μια ρηξικέλευθη έμπνευση, σε ένα οργιαστικό μεθύσι δημιουργίας και καταστροφής, αυτογνωσίας και αυτοκαταστροφής.
Ο Πωλ Βερλαίν θα αγκαλιαστεί από τα μεταξένια χάδια της μούσας και θα μας χαρίσει ποιήματα γεμάτα λυρισμό και μια υποβόσκουσα κατάνυξη, θα θελήσει να ζήσει μια ήσυχη ζωή και από έναν ευτυχισμένο γάμο θα οδηγηθεί στο διαζύγιο, στον αλκοολισμό, στο παράφορο πάθος για τον Ρεμπώ, σε μια καταδίωξη ανηλεής από την εφησυχασμένη συνείδηση.
Η ζωή του μια συνεχόμενη δυστυχία, μαυρίλα,
απογοήτευση, θα μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, θα πίνει συνεχώς μέχρι να ξεχάσει
τα πάντα, και ο «Πρίγκηπας των Ποιητών» πρόωρα αποκαμωμένος από τις καταχρήσεις
θα απέλθει από την σκηνή σε ηλικία 52 ετών.
Ο Ιζιντόρ Ντυκάς, γνωστός με το ψευδώνυμο Κόμης του Λωτρεαμόν θα μπολιάσει την λογοτεχνία με το απόλυτο κακό, θα γράψει Τα Άσματα του Μαλντορόρ για να στοιχειώσει το υποσυνείδητο με την αποστροφή και την απέχθεια, με το έγκλημα και το γλυκό του μυστήριο. Για την ζωή του είναι πολύ λίγα γνωστά, θα γεννηθεί στην Ουρουγουάη και θα έρθει στην Γαλλία για σπουδές. Μετά τα Άσματα του Μαλντορόρ με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν θα γράψει τα Ποιήματα με το όνομα του. «Ξέρετε, αρνήθηκα το παρελθόν μου. Δεν τραγουδάω παρά μόνο την ελπίδα» θα γράψει για το δεύτερο έργο του.
Θα πεθάνει μόνος του κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες
σε ηλικία 24 ετών στις 24 Νοεμβρίου 1870 στο σπίτι του στην Μονμάρτη.
«…Γέρο – ωκεανέ, με τα κρουσταλλένια κύματα,
συγκρίνοντάς σε μοιάζεις με τις μούσκουλες τότε που ξεχλωριάζουν, να βλέπουμε
στη ράχη τους ασπριδερά ξεφτίδια. Μια μαυρίλα είσαι απέραντη, προσκολλημένη στο
κορμί της γης: μ’ αρέσει αυτή η σύγκριση…
Γέρο – ωκεανέ, η τελειότητά του σφαιρικού σου σχήματος, που τόσο ιλαραίνει την αυστηρή έκφραση της γεωμετρίας, εμένα δεν μου θυμίζει παρά τα μικρά μάτια του ανθρώπου, που είναι τόσα δα, απαράλλαχτα με του αγριόχοιρου, και καταστρόγγυλα με κείνα των πουλιών της νύχτας. Ωστόσο ετούτος, από καταβολής κόσμου περνιέται για ωραίος. Πάντως εγώ υποπτεύομαι, πως αυτό το κάνει περισσότερο από φιλότιμο, και πως πραγματικά για την ομορφιά του αμφιβάλλει. Τότε, γιατί να κοιτάζει με τόση περιφρόνηση του συνανθρώπου του τη μορφή; Χαίρε ωκεανέ!
Γέρο – ωκεανέ, καθόλου δεν είναι απίθανο απ’ ό,τι
κρύβουνε οι κόρφοι σου, να είναι ωφέλιμο για το μελλοντικό καλό του ανθρώπου.
Ως τώρα, του έδωσες τη φάλαινα, αλλά δεν αφήνεις εύκολα τ’ άπληστα μάτια των
φυσικών επιστημών να μαντέψουν τα χίλια μυστικά που διέπουν την ιδιαίτερη
οργάνωσή σου: συ, είσαι μετριόφρων. Δεν μοιάζεις του ανθρώπου, που συνεχώς
καυχιέται για τιποτένια πράματα, Χαίρε, ωκεανέ!
Γέρο – ωκεανέ, τα νερά σου είναι πικρά. Έχουν την ίδια
γεύση της χολής, που στάζει η κριτική στις Καλές Τέχνες, στις Επιστήμες και
γενικά στα πάντα. Κι αν τύχει κάποιος να είναι μεγαλοφυής, αυτοί τον βγάζουν
βλάκα, και τον άλλον με το λυγερό κορμί, απαίσιο καμπούρη. Σίγουρα, ο άνθρωπος
θα πρέπει να αισθάνεται έντονα την ατέλειά του, για να της κάνει τέτοια
κριτική, που άλλωστε κατά τα τρία τέταρτα, οφείλεται στον ίδιο. Χαίρε
ωκεανέ!...» (Λωτρεαμόν, Τα Άσματα Του Μαλντορόρ).
Ο Στεφάν Μαλλαρμέ θα χτίσει ένα οπάλινο σύμπαν από λέξεις, θα μετατρέψει τον κόσμο σε λέξη για να ζήσει την ποίηση και την γλώσσα, θα αφήσει ένα αριστουργηματικό έργο υπέροχων συνθέσεων και μοναδικών λεξοτοπίων. Με συνεχή προβλήματα υγείας συντροφιά του είναι η ποίηση, οι λογοτεχνικοί κύκλοι του Παρισιού, θα καταδυθεί στα αρχαία σπήλαια του υποσυνείδητου για να απελευθερώσει την ποίηση από το συντακτικό, θα αναχθεί σε έναν ξεχωριστό ιεροφάντη των λέξεων.
Ο Ζεράρ ντε Νερβάλ κατοικεί στην
οπτασία και συνομιλεί με τις σκιές του ονειρικού κόσμου, θα ζήσει μέσα στην
δυστυχία και θα βρει απόδραση στα ταξίδια, ενώ από τις συνεχείς κρίσεις τρέλας το
μεγαλύτερο μέρος της ζωής του θα το περάσει έγκλειστος ασύλων.
Θα γράψει το αριστουργηματικό Αυρηλία που είναι μια
επιτομή της γνώσης στην ανάδυση της τρέλας, το ανυπότακτο πνεύμα καθώς
μεταστοιχειώνει την Materia Prima για να δημιουργήσει το Μεγάλο Έργο,
μια βαθιά αλληγορία της μυστικιστικής σύλληψης των πραγμάτων.
«Το όνειρο είναι μια δεύτερη ζωή. Δεν κατόρθωσα να
διασχίσω αυτές τις πύλες από φίλντισι ή κέρας που μας χωρίζουν απ’ τον αόρατο
κόσμο χωρίς να αναριγήσω. Οι πρώτες στιγμές του ύπνου είναι η εικόνα του
θανάτου· μια νεφελώδης νάρκη αιχμαλωτίζει την σκέψη μας, και δεν μπορούμε να
προσδιορίσουμε με ακρίβεια τη στιγμή που το εγώ, υπό άλλη μορφή, συνεχίζει το
έργο της ύπαρξης. Πρόκειται για ένα ακαθόριστο υπόγειο χώρο ο οποίος φωτίζεται
σιγά σιγά, και όπου βγαίνουν από τη σκιά και τη νύχτα οι επιβλητικά ακίνητες
χλωμές μορφές, που κατοικούν στο ενδιαίτημα του Καθαρτηρίου. Έπειτα
σχηματίζεται ο πίνακας, μία νέα λάμψη καταυγάζει και κάνει αυτές τις αλλόκοτες
οπτασίες να σαλέψουν:- μας ανοίγεται ο κόσμος των Πνευμάτων…» (Ζεράρ ντε
Νερβάλ, Αυρηλία).
Θα βρεθεί κρεμασμένος μια παγερή νύχτα του Ιανουαρίου
του 1855 σε ένα σοκάκι του Παρισιού, ελεύθερος για να πετάξει στο φωτεινό
σύμπαν της γνώσης απ’ όπου είχε δραπετεύσει για το λίγο που έζησε εδώ στην γη.
Ο Αντονέν Αρτώ, μεγαλοφυΐα, παθιασμένος με την έκσταση και το βίωμα του Απόλυτου στην τέχνη, λάτρης της αρχαϊκής γλώσσας, των κραυγών και της τρέλας, θα δραπετεύσει από την Ευρώπη, θα γίνει τοξικομανής, φλερτάρει όλο και περισσότερο με την τρέλα, θα ζήσει αλήτης, θα γνωρίσει τον εγκλεισμό σε ψυχιατρεία και τα ηλεκτροσόκ, θα πεθάνει από καρκίνο στις 4 Μαρτίου 1948, στον τελευταίο ρόλο του, αυτού του νεκρού στο θέατρο της ωμότητας που τόσο ζωντάνεψε.
Ονόματα επίσης καταραμένων όπως ο Blaise Cendrars και ο Paul-Jean Toulet, ο Jules Laforgue και ο German Nouveau, ο Maurice Rollinat και ο Villiers De L’Isle-Adam, η Marceline Desbordes – Valmore και η Renee Vivien που θα μείνει στην ιστορία ως η Σαπφώ 1900, o Zean Genet και ο Jacques Prevel, αλλά και ο Τόμας ντε Κουίνσυ που θα γνωρίσει τον κόσμο του οπίου για να μας δώσει τις αριστουργηματικές «Εξομολογήσεις ενός Άγγλου Οπιομανούς» και εκατοντάδες περισσότεροι που ίσως δεν θα τους μάθουμε ποτέ…
Καταραμένοι ποιητές που έζησαν πέρα από την εποχή
τους, μποέμ φιγούρες που λικνίζονταν στο απαλό φύσημα της μούσας και άνοιγαν
πανιά στην μέση της ερήμου για να χαθούν σαν σκιές στο έκθαμβο φως του
απομεσήμερου, κατοίκησαν στην γη, αλλά ήταν γόνοι των άστρων, έδωσαν στην
γλώσσα καινούργια μονοπάτια, βλάστησαν την σκέψη στο κενό του νου, μαρτύρησαν
και πόνεσαν, γεύτηκαν την έκσταση και την άφατη ευτυχία τόσο που κανείς δεν θα
μπορούσε, στα μυστικά μηνύματά τους τρέφουν μια παράλληλη πλάση, οριακοί
εκπρόσωποι θεών και δαιμόνων, διάβηκαν το κατώφλι της ύπαρξης γυμνοί, τρελοί
και άσωτοι, χωρίς κανένα φραγμό θέλησαν μόνο το Απόλυτο και το βρήκαν στο
διαζύγιό τους με τον κόσμο.
Εκ μέρους της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Δάφνης
Αργύρης Καραβούλιας
Δημοσιογράφος – Συγγραφέας